- ἀθώρηκτος
- ἀθώρηκτος, ον, = foreg., Nonn.D.35.162.II not drunken (v.
θωρήσσω 11
), Hp.Steril.220.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θωρήσσω 11
), Hp.Steril.220.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀθώρηκτος — not drunken masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθώρηκτος — (I) ἀθώρηκτος, ον (Α) [θωρήσσω (Ι)] ο χωρίς θώρακα, αθωράκιστος. (II) ἀθώρηκτος, ον (Α) [θωρήσσω (ΙΙ)] αυτός που δεν είναι πιωμένος, αμέθυστος, νηφάλιος … Dictionary of Greek
ἀθωρήκτοιο — ἀθώρηκτος not drunken masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθωρήκτοισι — ἀθώρηκτος not drunken masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθωρήκτοισιν — ἀθώρηκτος not drunken masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθωρήκτου — ἀθώρηκτος not drunken masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθωρήκτους — ἀθώρηκτος not drunken masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθωρήκτῳ — ἀθώρηκτος not drunken masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθώρηκτοι — ἀθώρηκτος not drunken masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)